- αλλοτριότητα
- [-ης (-εως)] η1) отчуждённость, чуждость; 2) отчуждение (имущества); 3) отвращение, неприязнь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀλλοτριότητα — ἀλλοτριότης derivativeness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)